Άννινος, Θέμος — (Πάτρα 1845 – Αθήνα 1916).Γελοιογράφος και δημοσιογράφος. Θεωρείται αναμορφωτής και κυριότερος δημιουργός της νεοελληνικής γελοιογραφίας του 19ου αι. Απαθανάτισε με το σατιρικό κονδύλι του τους γνωστότερους πολιτικούς, διανοουμένους και γενικά… … Dictionary of Greek
Κορνάρος, Θέμος — (Σίββα Μεσσαράς, Κρήτη 1906 – Αθήνα 1970). Πεζογράφος. Έζησε σε ιδιαίτερα δυσχερείς οικονομικές συνθήκες και υπήρξε αυτοδίδακτος. Όμως, σε πολύ νεαρή ηλικία πραγματοποίησε (1933) εντυπωσιακή εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα, με τα βιβλία Άγιον Όρος … Dictionary of Greek
Ποταμιάνος, Θέμος — (1895 – 1973). Έλληνας λογοτέχνης, γεννημένος στην Ανωμεριά Πυλάρου της Κεφαλονιάς. Υπηρέτησε στο Πολεμικό Ναυτικό ως οικονομικός αξιωματικός και αποστρατεύτηκε το 1935 με το βαθμό του αντιπλοιάρχου. Από το 1917 άρχισε να συνεργάζεται με… … Dictionary of Greek
γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… … Dictionary of Greek
Themos Anastasiadis — (Lang gr|Θεμιστοκλής (Θέμος) Αναστασιάδης) (born 6 January 1958) is a Greek journalist. Anastasiadis has worked for various newspapers, chiefly Kathimerini and To Vima and Eleftherotypia.In 2005, alongside with television journalist Makis… … Wikipedia
Концентрационный лагерь Хайдари — (греч. στρατόπεδο συγκέντρωσης του Χαϊδαρίου) в западном пригороде Афин, функционировал с сентября 1943 года до конца сентября 1944 года, когда вермахт начал эвакуацию с территории Греции. Известен как греческая Бастилия[1]. До этого здесь… … Википедия
ενθέμιο — το (Α ἐνθέμιον) νεοελλ. ναυτ. ειδικό μέρος στο κύτος τού πλοίου όπου αποθηκεύονται τρόφιμα και άλλα υλικά αρχ. 1. θάλαμος στην πρύμνη τού πλοίου, το μέσα μέρος τής πρύμνης 2. κοίλο σκεύος (δοχείο, κύπελλο, ποτήρι κ.λπ.) όπου τοποθετείται λύχνος.… … Dictionary of Greek
θέμεθλον — θέμεθλον, τό (AM) συν. στον πληθ. τά θέμεθλα 1. βάσεις, έδρες, θεμέλια 2. το κατώτατο ή το εσωτερικότατο και βαθύτατο μέρος κάποιου πράγματος («δώματα ναιετάουσιν ἐπ ὠκεανοῖο θεμέθλοις», Ησίοδ) αρχ. φρ. «Ἄμμωνος θέμεθλα» ναός τού Αμμωνος (Πίνδ.) … Dictionary of Greek
θέμερος — θέμερος, έρα, ον (Α) 1. αυτός που έχει στερεές βάσεις, σταθερός 2. (κατά τον Ησύχ.) «βέβαιος, σεμνός, εὐσταθής». [ΕΤΥΜΟΛ. Συγγενές προς τα θεμός*, θέμις*, παρουσιάζει με το τελευταίο την ίδια μορφική αναλογία όπως τα κυδι /κύδος: κυδρός. Κατά μία … Dictionary of Greek
θεμέλιος — α και ος ο (AM θεμέλιος, ον) [θεμός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη βάση οικοδομήματος ή ο κατάλληλος να τεθεί πάνω σ αυτήν («θεμέλιος λίθος») 2. το ουδ. ως ουσ. το θεμέλιο(ν) α) συν. στον πληθ. το τμήμα οικοδομήματος που βρίσκεται κάτω από … Dictionary of Greek